ανεξομολόγητος

ανεξομολόγητος
-η, -ο (Μ ἀνεξομολόγητος, -ον)
αυτός που δεν εξομολογήθηκε, ανεξαγόρευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεξάγγελτος — η, ο (Μ ἀνεξάγγελτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί μσν. ανεξομολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ανεξαγόρευτος — η, ο (Μ ἀνεξαγόρευτος, ον) ανεξομολόγητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”